ανεκποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεκποίητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεκποίητος < αρχαία ελληνική ἐκποιέω / ἐκποιῶ < ποιέω / ποιῶ
Επίθετο επεξεργασία
ανεκποίητος, -η, -ο
Δείτε επίσης : ἀνεκποίητος |
ανεκποίητος, -η, -ο