Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφλέξιμος η αναφλέξιμη το αναφλέξιμο
      γενική του αναφλέξιμου της αναφλέξιμης του αναφλέξιμου
    αιτιατική τον αναφλέξιμο την αναφλέξιμη το αναφλέξιμο
     κλητική αναφλέξιμε αναφλέξιμη αναφλέξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφλέξιμοι οι αναφλέξιμες τα αναφλέξιμα
      γενική των αναφλέξιμων των αναφλέξιμων των αναφλέξιμων
    αιτιατική τους αναφλέξιμους τις αναφλέξιμες τα αναφλέξιμα
     κλητική αναφλέξιμοι αναφλέξιμες αναφλέξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναφλέξιμος < αναφλέγω + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

αναφλέξιμος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία