Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστοχαστικός η αναστοχαστική το αναστοχαστικό
      γενική του αναστοχαστικού της αναστοχαστικής του αναστοχαστικού
    αιτιατική τον αναστοχαστικό την αναστοχαστική το αναστοχαστικό
     κλητική αναστοχαστικέ αναστοχαστική αναστοχαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστοχαστικοί οι αναστοχαστικές τα αναστοχαστικά
      γενική των αναστοχαστικών των αναστοχαστικών των αναστοχαστικών
    αιτιατική τους αναστοχαστικούς τις αναστοχαστικές τα αναστοχαστικά
     κλητική αναστοχαστικοί αναστοχαστικές αναστοχαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστοχαστικός < αναστοχασ(μός) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réflectif[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.sto.xa.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐στο‐χα‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αναστοχαστικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τον αναστοχασμό
    ※  Το «Εως…», λοιπόν, αποτελεί ένα ακόμη ουσιώδες κεφάλαιο στον υψηλού επιπέδου αναστοχαστικό απόλογό του, που μπορούμε να πούμε ότι άρχισε το 1976, με τη συλλογή «Μόνον διά της λύπης», και συνεχίστηκε με το «Εκ περάτων» το 1986 και το «Εν γη αλμυρά» το 1996.
    Παντελής Μπουκάλας, Αναστοχαστικός απόλογος του B. Λεοντάρη, Η Καθημερινή, 20 Ιανουαρίου 2004

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αναστοχαστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)