αναστοχασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστοχασμός < (αναστοχάζομαι, αναστοχασ- + -μός) ανα- + στοχασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναστοχασμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναστοχάζομαι
- (εκπαίδευση)
- ※ Ο αναστοχασμός της διδακτικής πράξης είναι μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία στην οποία εμπλέκονται όλες οι προϋπάρχουσες έννοιες για τη μάθηση αλλά και οι υποκειμενικές εμπειρίες κάθε εκπαιδευόμενου. Υπό την έννοια αυτή αποτελεί μια μεταγνωστική διαδικασία καθώς ανατροφοδοτεί την εκπαιδευτική πράξη και καθοδηγεί τις σκέψεις και κατ’ επέκταση τις διδακτικές ενέργειες των υποψήφιων εκπαιδευτικών. (*)
- ※ Ως αναστοχασμό ορίζουμε «την ενεργή, επίμονη και συστηματική εξέταση κάθε πεποίθησης ή υποτιθέμενου τύπου γνώσης στο φως των βάσεων που την υποστηρίζουν, καθώς και τα περαιτέρω συμπεράσματα στα οποία αυτή κατατείνει». (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναστοχασμός