Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναστοχασμός οι αναστοχασμοί
      γενική του αναστοχασμού των αναστοχασμών
    αιτιατική τον αναστοχασμό τους αναστοχασμούς
     κλητική αναστοχασμέ αναστοχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστοχασμός < (αναστοχάζομαι, αναστοχασ- + -μός) ανα- + στοχασμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναστοχασμός αρσενικό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναστοχάζομαι
     συνώνυμα: αναλογισμός, επανεξέταση, μετεξέταση, (αναψηλάφηση)
  2. (εκπαίδευση)
    • ※  Ο αναστοχασμός της διδακτικής πράξης είναι μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία στην οποία εμπλέκονται όλες οι προϋπάρχουσες έννοιες για τη μάθηση αλλά και οι υποκειμενικές εμπειρίες κάθε εκπαιδευόμενου. Υπό την έννοια αυτή αποτελεί μια μεταγνωστική διαδικασία καθώς ανατροφοδοτεί την εκπαιδευτική πράξη και καθοδηγεί τις σκέψεις και κατ’ επέκταση τις διδακτικές ενέργειες των υποψήφιων εκπαιδευτικών. (*)
    • ※  Ως αναστοχασμό ορίζουμε «την ενεργή, επίμονη και συστηματική εξέταση κάθε πεποίθησης ή υποτιθέμενου τύπου γνώσης στο φως των βάσεων που την υποστηρίζουν, καθώς και τα περαιτέρω συμπεράσματα στα οποία αυτή κατατείνει». (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία