μετεξέταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετεξέταση | οι | μετεξετάσεις |
γενική | της | μετεξέτασης* | των | μετεξετάσεων |
αιτιατική | τη | μετεξέταση | τις | μετεξετάσεις |
κλητική | μετεξέταση | μετεξετάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεξετάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεξέταση < μετεξετάζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετεξέταση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετεξετάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεξέταση
|