μετεξετάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμετεξετάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- μετεξέταση
- μετεξεταστέος
- → δείτε τις λέξεις μετά και εξετάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεξετάζω | μετεξέταζα | θα μετεξετάζω | να μετεξετάζω | μετεξετάζοντας | |
β' ενικ. | μετεξετάζεις | μετεξέταζες | θα μετεξετάζεις | να μετεξετάζεις | μετεξέταζε | |
γ' ενικ. | μετεξετάζει | μετεξέταζε | θα μετεξετάζει | να μετεξετάζει | ||
α' πληθ. | μετεξετάζουμε | μετεξετάζαμε | θα μετεξετάζουμε | να μετεξετάζουμε | ||
β' πληθ. | μετεξετάζετε | μετεξετάζατε | θα μετεξετάζετε | να μετεξετάζετε | μετεξετάζετε | |
γ' πληθ. | μετεξετάζουν(ε) | μετεξέταζαν μετεξετάζαν(ε) |
θα μετεξετάζουν(ε) | να μετεξετάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεξέτασα | θα μετεξετάσω | να μετεξετάσω | μετεξετάσει | ||
β' ενικ. | μετεξέτασες | θα μετεξετάσεις | να μετεξετάσεις | μετεξέτασε | ||
γ' ενικ. | μετεξέτασε | θα μετεξετάσει | να μετεξετάσει | |||
α' πληθ. | μετεξετάσαμε | θα μετεξετάσουμε | να μετεξετάσουμε | |||
β' πληθ. | μετεξετάσατε | θα μετεξετάσετε | να μετεξετάσετε | μετεξετάστε | ||
γ' πληθ. | μετεξέτασαν μετεξετάσαν(ε) |
θα μετεξετάσουν(ε) | να μετεξετάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεξετάσει | είχα μετεξετάσει | θα έχω μετεξετάσει | να έχω μετεξετάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεξετάσει | είχες μετεξετάσει | θα έχεις μετεξετάσει | να έχεις μετεξετάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεξετάσει | είχε μετεξετάσει | θα έχει μετεξετάσει | να έχει μετεξετάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεξετάσει | είχαμε μετεξετάσει | θα έχουμε μετεξετάσει | να έχουμε μετεξετάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεξετάσει | είχατε μετεξετάσει | θα έχετε μετεξετάσει | να έχετε μετεξετάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεξετάσει | είχαν μετεξετάσει | θα έχουν μετεξετάσει | να έχουν μετεξετάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετεξετάζω
|