Δείτε επίσης: ἀναπληρωτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπληρωτικός η αναπληρωτική το αναπληρωτικό
      γενική του αναπληρωτικού της αναπληρωτικής του αναπληρωτικού
    αιτιατική τον αναπληρωτικό την αναπληρωτική το αναπληρωτικό
     κλητική αναπληρωτικέ αναπληρωτική αναπληρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπληρωτικοί οι αναπληρωτικές τα αναπληρωτικά
      γενική των αναπληρωτικών των αναπληρωτικών των αναπληρωτικών
    αιτιατική τους αναπληρωτικούς τις αναπληρωτικές τα αναπληρωτικά
     κλητική αναπληρωτικοί αναπληρωτικές αναπληρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπληρωτικός Κατά τον Γεωργακά, [1] < ελληνιστική κοινή ἀναπληρωματικός, παράγωγο υποθετικού τύπου *ἀναπληρωτ(ός) + -ικός
Διαφορετικό στην ελληνιστική κοινή ἀναπληρωτικός (που αναπληρώνει δυνάμεις -για φάρμακα-) < αρχαία ελληνική ἀναπληρῶ (κλίση -όω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.pli.ɾo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐πλη‐ρω‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αναπληρωτικός, -ή, -ό

  • άλλη μορφή του αναπληρωματικός
    ※  Στη συνεδρίαση θα συζητηθεί ο προγραμματισμός και οι δράσεις όλων των τμημάτων του Συλλόγου για τη νέα περίοδο-στο πλαίσιο και της τήρησης των υγειονομικών μέτρων για την πανδημία-καθώς και η λειτουργία νέων τομέων δράσης, με νέες αρμοδιότητες και ανάληψη ευθυνών, τόσο των τακτικών, όσο και των αναπληρωτικών μελών της διοίκησης του Ποντιακού Συλλόγου Πτολεμαϊδας.
    Συγκρότηση και νέα διοίκηση, στον Ποντιακό Σύλλογο Πτολεμαϊδας, kozan.gr, 5 Νοεμβρίου 2021

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αναπληρωτικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας