αναβαπτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναβαπτισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναβαπτισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναβαπτισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναβαπτίζω
- (κυριολεκτικά) ο εκ νέου βαπτισμός
- (μεταφορικά) ανανέωση, ανακαίνιση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναβαπτισμός
|