Ετυμολογία

επεξεργασία
αναβαπτίζω < (ελληνιστική κοινήἀναβαπτίζω (βουλιάζω) < ἀνά + βαπτίζω (βυθίζω)

αναβαπτίζω

  1. (κυριολεκτικά) βαπτίζω ξανά, εκ νέου
  2. (μεταφορικά) ανανεώνω (σε πνευματικό επίπεδο), ανακαθαίρω, ανακαινίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία