αναβαπτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβαπτίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀναβαπτίζω (βουλιάζω) < ἀνά + βαπτίζω (βυθίζω)
Ρήμα
επεξεργασίααναβαπτίζω
- (κυριολεκτικά) βαπτίζω ξανά, εκ νέου
- (μεταφορικά) ανανεώνω (σε πνευματικό επίπεδο), ανακαθαίρω, ανακαινίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αναβαπτιζόμενος
- αναβάπτιση
- αναβάπτισμα
- αναβαπτισμένος
- αναβαπτισμός
- αναβαπτιστής
- → δείτε τις λέξεις ανά και βαπτίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβαπτίζω | αναβάπτιζα | θα αναβαπτίζω | να αναβαπτίζω | αναβαπτίζοντας | |
β' ενικ. | αναβαπτίζεις | αναβάπτιζες | θα αναβαπτίζεις | να αναβαπτίζεις | αναβάπτιζε | |
γ' ενικ. | αναβαπτίζει | αναβάπτιζε | θα αναβαπτίζει | να αναβαπτίζει | ||
α' πληθ. | αναβαπτίζουμε | αναβαπτίζαμε | θα αναβαπτίζουμε | να αναβαπτίζουμε | ||
β' πληθ. | αναβαπτίζετε | αναβαπτίζατε | θα αναβαπτίζετε | να αναβαπτίζετε | αναβαπτίζετε | |
γ' πληθ. | αναβαπτίζουν(ε) | αναβάπτιζαν αναβαπτίζαν(ε) |
θα αναβαπτίζουν(ε) | να αναβαπτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναβάπτισα | θα αναβαπτίσω | να αναβαπτίσω | αναβαπτίσει | ||
β' ενικ. | αναβάπτισες | θα αναβαπτίσεις | να αναβαπτίσεις | αναβάπτισε | ||
γ' ενικ. | αναβάπτισε | θα αναβαπτίσει | να αναβαπτίσει | |||
α' πληθ. | αναβαπτίσαμε | θα αναβαπτίσουμε | να αναβαπτίσουμε | |||
β' πληθ. | αναβαπτίσατε | θα αναβαπτίσετε | να αναβαπτίσετε | αναβαπτίστε | ||
γ' πληθ. | αναβάπτισαν αναβαπτίσαν(ε) |
θα αναβαπτίσουν(ε) | να αναβαπτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναβαπτίσει | είχα αναβαπτίσει | θα έχω αναβαπτίσει | να έχω αναβαπτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναβαπτίσει | είχες αναβαπτίσει | θα έχεις αναβαπτίσει | να έχεις αναβαπτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναβαπτίσει | είχε αναβαπτίσει | θα έχει αναβαπτίσει | να έχει αναβαπτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβαπτίσει | είχαμε αναβαπτίσει | θα έχουμε αναβαπτίσει | να έχουμε αναβαπτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναβαπτίσει | είχατε αναβαπτίσει | θα έχετε αναβαπτίσει | να έχετε αναβαπτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναβαπτίσει | είχαν αναβαπτίσει | θα έχουν αναβαπτίσει | να έχουν αναβαπτίσει |
|