Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναβάπτισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αναβάπτισμα
τα
αναβαπτίσμα
τ
α
γενική
του
αναβαπτίσμα
τ
ος
των
αναβαπτισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αναβάπτισμα
τα
αναβαπτίσμα
τ
α
κλητική
αναβάπτισμα
αναβαπτίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναβάπτισμα
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀναβάπτισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναβάπτισμα
θηλυκό
ο
αναβαπτισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναβάπτισμα
→
δείτε
τη λέξη
αναβαπτισμός