αναβαπτιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναβαπτιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναβαπτιστής αρσενικό
- μέλος δόγματος που πιστεύει στην συνειδητή βάπτιση απ' την μεριά του ατόμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναβαπτιστής