→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναβαπτιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναβαπτιστής αρσενικό

  • μέλος δόγματος που πιστεύει στην συνειδητή βάπτιση απ' την μεριά του ατόμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία