αναβάπτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβάπτιση | οι | αναβαπτίσεις |
γενική | της | αναβάπτισης* | των | αναβαπτίσεων |
αιτιατική | την | αναβάπτιση | τις | αναβαπτίσεις |
κλητική | αναβάπτιση | αναβαπτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβαπτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναβάπτιση < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάπτισις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναβάπτιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναβάπτιση
|