αναβαπτίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναβαπτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβαπτίζω
- θα αναβαπτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβαπτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααναβαπτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναβάπτιση