Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναβαπτισμό

  1. αναβαπτισμός, στην αιτιατική του ενικού

αναβαπτισμό, ουδέτερο του αναβαπτισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού