αναβαπτισμό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναβαπτισμό
- αναβαπτισμός, στην αιτιατική του ενικού
αναβαπτισμό, ουδέτερο του αναβαπτισμός
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
αναβαπτισμό
αναβαπτισμό, ουδέτερο του αναβαπτισμός