αμπρί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπρί | τα | αμπριά |
γενική | του | αμπριού | των | αμπριών |
αιτιατική | το | αμπρί | τα | αμπριά |
κλητική | αμπρί | αμπριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμπρί < (άμεσο δάνειο) γαλλική abri < abrier < λατινική apricor < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo + *wer-iō
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπρί ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) όρυγμα, πρόχωμα ή γενικότερα καταφύγιο, μέσα στο οποίο προστατεύονται οι στρατιώτες