Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aperio < ad + pario

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpe.ri.oː/

  Ρήμα επεξεργασία

aperio (la) (aperiō, aperuī, apertum, aperīre)

  1. ανοίγω
  2. αποκαλύπτω
  3. αναφαίνω

Κλίση επεξεργασία