pario
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
pario (la) < ή από το εβραϊκό "μπαρά" (δημιουργώ) ή από τα αρχαιαοελληνικά φέρω ή πείρω ή από το γερμαντικό bar
Ρήμα επεξεργασία
pario (la) θηλυκό
pario (la) < ή από το εβραϊκό "μπαρά" (δημιουργώ) ή από τα αρχαιαοελληνικά φέρω ή πείρω ή από το γερμαντικό bar
pario (la) θηλυκό