Ετυμολογία

επεξεργασία

pario (la) < ή από το εβραϊκό "μπαρά" (δημιουργώ) ή από τα αρχαιαοελληνικά φέρω ή πείρω ή από το γερμαντικό bar

pario (la) θηλυκό

  1. εμφανίζω, φέρω εμπρός, παρουσιάζω
  2. παράγω
  3. αποκτώ, παίρνω