Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμλετικός η αμλετική το αμλετικό
      γενική του αμλετικού της αμλετικής του αμλετικού
    αιτιατική τον αμλετικό την αμλετική το αμλετικό
     κλητική αμλετικέ αμλετική αμλετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμλετικοί οι αμλετικές τα αμλετικά
      γενική των αμλετικών των αμλετικών των αμλετικών
    αιτιατική τους αμλετικούς τις αμλετικές τα αμλετικά
     κλητική αμλετικοί αμλετικές αμλετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμλετικός < Άμλετ + -ικός < αγγλική Hamlet, χαρακτήρας του ομώνυμου θεατρικού έργου του Shakespeare

  Επίθετο επεξεργασία

αμλετικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον σαιξπηρικό χαρακτήρα του Άμλετ ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    ※  Να κυβερνά κανείς ή να μην κυβερνά; Ιδού η απορία. Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια, οι έχοντες την εξουσία, ξεπερνούν με χαρακτηριστική ευκολία το αμλετικό δίλημμα και φανερώνουν μια κλίση προς το δεύτερο, κι ας είναι η «κυβέρνηση». (* εφημερίδα Καθημερινή)
  2. (κατ’ επέκταση) αναποφάσιστος, δίβουλος
    ※  Ο ήρωας που έθεσε το ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει» και ταυτίστηκε με την έννοια του μυστηριώδη και αμφιταλαντευόμενου ανθρώπου, παίρνοντας παροιμιώδεις διαστάσεις και γεννώντας με τη συμπεριφορά του το επίθετο «αμλετικός» και τον όρο «αμλετισμός», ζωντανεύει σε μια πρωτότυπη σκηνική ανάγνωση. (* εφημερίδα Ναυτεμπορική)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία