Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άμλετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική Hamlet

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άμλετ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία