↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμλετισμός οι αμλετισμοί
      γενική του αμλετισμού των αμλετισμών
    αιτιατική τον αμλετισμό τους αμλετισμούς
     κλητική αμλετισμέ αμλετισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμλετισμός < Άμλετ + -ισμός < αγγλική Hamlet

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμλετισμός αρσενικό

  • το να είναι κανείς αναποφάσιστος
    Ο ήρωας που έθεσε το ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει» και ταυτίστηκε με την έννοια του μυστηριώδη και αμφιταλαντευόμενου ανθρώπου, παίρνοντας παροιμιώδεις διαστάσεις και γεννώντας με τη συμπεριφορά του το επίθετο «αμλετικός» και τον όρο «αμλετισμός», ζωντανεύει σε μια πρωτότυπη σκηνική ανάγνωση. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία