Δείτε επίσης: αιμοκυανίνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμινοκυανίνη οι αμινοκυανίνες
      γενική της αμινοκυανίνης των αμινοκυανινών
    αιτιατική την αμινοκυανίνη τις αμινοκυανίνες
     κλητική αμινοκυανίνη αμινοκυανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμινοκυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aminocyanide + -ίνη < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή jmn + αρχαία ελληνική κῠᾰνέος / κῠᾰνοῦς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμινοκυανίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία