αμετανόητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμετανόητος -η -ο
- που δεν μετανιώνει για τα σφάλματά του
- ο αμετανόητος δολοφόνος
- (γενικότερα) που δεν αλλάζει τις συνήθειές του
- ο Γιώργος είναι αμετανόητος εργένης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετανόητος
|