αμετανόητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμετανόητα < ἀμετανοήτως
Επίρρημα επεξεργασία
αμετανόητα
- με τρόπο που δεν μαρτυρεί μεταμέλεια ή μετάνοια, με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος δεν έχει μετανιώσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετανόητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμετανόητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμετανόητο