Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάθευτος η αμάθευτη το αμάθευτο
      γενική του αμάθευτου της αμάθευτης του αμάθευτου
    αιτιατική τον αμάθευτο την αμάθευτη το αμάθευτο
     κλητική αμάθευτε αμάθευτη αμάθευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάθευτοι οι αμάθευτες τα αμάθευτα
      γενική των αμάθευτων των αμάθευτων των αμάθευτων
    αιτιατική τους αμάθευτους τις αμάθευτες τα αμάθευτα
     κλητική αμάθευτοι αμάθευτες αμάθευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμάθευτος < α- + μαθεύομαι + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αμάθευτος

  1. που δεν έχει μαθευτεί, δεν έχει γίνει γνωστός· ή δεν μπορεί να μαθευτεί
     συνώνυμα: άγνωστος
     αντώνυμα: γνωστός
  2. που δεν έχει διδαχθεί
     συνώνυμα: αδίδακτος
     αντώνυμα: διδαγμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία