αμάζευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈma.ze.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μά‐ζευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αμάζευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μαζευτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί ή δεν μπορεί να μαζευτεί
Συνώνυμα επεξεργασία
- ασυγκέντρωτος
- ασύναχτος
- ασόδιαστος (για σοδειά)
- ασυνάθροιστος (για ανθρώπους)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάζευτος