↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάζευτος η αμάζευτη το αμάζευτο
      γενική του αμάζευτου της αμάζευτης του αμάζευτου
    αιτιατική τον αμάζευτο την αμάζευτη το αμάζευτο
     κλητική αμάζευτε αμάζευτη αμάζευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάζευτοι οι αμάζευτες τα αμάζευτα
      γενική των αμάζευτων των αμάζευτων των αμάζευτων
    αιτιατική τους αμάζευτους τις αμάζευτες τα αμάζευτα
     κλητική αμάζευτοι αμάζευτες αμάζευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμάζευτος < α- + μαζεύ(ω) + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈma.ze.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μά‐ζευ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμάζευτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία