↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμμάζευτος η ασυμμάζευτη το ασυμμάζευτο
      γενική του ασυμμάζευτου της ασυμμάζευτης του ασυμμάζευτου
    αιτιατική τον ασυμμάζευτο την ασυμμάζευτη το ασυμμάζευτο
     κλητική ασυμμάζευτε ασυμμάζευτη ασυμμάζευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμμάζευτοι οι ασυμμάζευτες τα ασυμμάζευτα
      γενική των ασυμμάζευτων των ασυμμάζευτων των ασυμμάζευτων
    αιτιατική τους ασυμμάζευτους τις ασυμμάζευτες τα ασυμμάζευτα
     κλητική ασυμμάζευτοι ασυμμάζευτες ασυμμάζευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυμμάζευτος < α- + συμμαζεύω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυμμάζευτος

  1. που δεν τον έχουν συμμαζέψει
     αντώνυμα: συμμαζεμένος
  2. που δεν μπορεί να συμμαζευτεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία