αλογόκριτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλογόκριτος, -η, -ο
- που δεν έχει λογοκριθεί ή δεν μπορεί να λογοκριθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αλογόκριτα
- → δείτε τις λέξεις λογοκρίνω, λόγος και κρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλογόκριτος