Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογοκριμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λογοκριμέν
ος
η
λογοκριμέν
η
το
λογοκριμέν
ο
γενική
του
λογοκριμέν
ου
της
λογοκριμέν
ης
του
λογοκριμέν
ου
αιτιατική
τον
λογοκριμέν
ο
τη
λογοκριμέν
η
το
λογοκριμέν
ο
κλητική
λογοκριμέν
ε
λογοκριμέν
η
λογοκριμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λογοκριμέν
οι
οι
λογοκριμέν
ες
τα
λογοκριμέν
α
γενική
των
λογοκριμέν
ων
των
λογοκριμέν
ων
των
λογοκριμέν
ων
αιτιατική
τους
λογοκριμέν
ους
τις
λογοκριμέν
ες
τα
λογοκριμέν
α
κλητική
λογοκριμέν
οι
λογοκριμέν
ες
λογοκριμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
λογοκριμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λογοκρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοκριμένος
γαλλικά
:
censuré
(fr)