αλογόκριτων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλογόκριτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλογόκριτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλογόκριτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλογόκριτος
αλογόκριτων