Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλμυρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἁλμυρότητα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλμυρότητ
α
οι
αλμυρότητ
ες
γενική
της
αλμυρότητ
ας
των
αλμυροτήτ
ων
αιτιατική
την
αλμυρότητ
α
τις
αλμυρότητ
ες
κλητική
αλμυρότητ
α
αλμυρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλμυρότητα
<
αρχαία ελληνική
ἁλμυρότης
<
ἁλμυρός
<
ἅλμη
<
ἅλς
<:
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
séh₂l
- / *
séh₂ls
(
αλάτι
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλμυρότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
αλμυρού
≈
συνώνυμα
:
αλμύρα
η
ποσότητα
των
αλάτων
στη
θάλασσα
ή το
έδαφος
≈
συνώνυμα
:
αλατότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλμυρότητα
αγγλικά
:
saltiness
(en)
,
salinity
(en)