αλλοστερικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλοστερικός < αγγλική allosteric < allo- (<αρχαία ελληνική ἄλλος) + steric (<αρχαία ελληνική στερεός)
Επίθετο επεξεργασία
αλλοστερικός, -ή, -ό
- (βιοχημεία) που σχετίζεται με τη μεταβολή της δραστικότητας ενός ενζύμου μετά από επίδραση ενός μορίου σε μια πρωτεΐνη σε θέση διαφορετική από το ενεργό του κέντρο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοστερικός