χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αληθοφανέστερος η αληθοφανέστερη το αληθοφανέστερο
      γενική του αληθοφανέστερου της αληθοφανέστερης του αληθοφανέστερου
    αιτιατική τον αληθοφανέστερο την αληθοφανέστερη το αληθοφανέστερο
     κλητική αληθοφανέστερε αληθοφανέστερη αληθοφανέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αληθοφανέστεροι οι αληθοφανέστερες τα αληθοφανέστερα
      γενική των αληθοφανέστερων των αληθοφανέστερων των αληθοφανέστερων
    αιτιατική τους αληθοφανέστερους τις αληθοφανέστερες τα αληθοφανέστερα
     κλητική αληθοφανέστεροι αληθοφανέστερες αληθοφανέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αληθοφανέστερος < συγκριτικός βαθμός του αληθοφανής, αληροφαν-έσ-τερος

  Επίθετο

επεξεργασία

αληθοφανέστερος, -η, -ο

  • που είναι πιο πειστικός, που φαίνεται περισσότερο σαν αληθινός
    σε μία πλασματική μα αληθοφανέστερη' πραγματικότητα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία