Δείτε επίσης: ἀκύρωτος, ακήρωτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακύρωτος η ακύρωτη το ακύρωτο
      γενική του ακύρωτου της ακύρωτης του ακύρωτου
    αιτιατική τον ακύρωτο την ακύρωτη το ακύρωτο
     κλητική ακύρωτε ακύρωτη ακύρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακύρωτοι οι ακύρωτες τα ακύρωτα
      γενική των ακύρωτων των ακύρωτων των ακύρωτων
    αιτιατική τους ακύρωτους τις ακύρωτες τα ακύρωτα
     κλητική ακύρωτοι ακύρωτες ακύρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακύρωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκύρωτος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈci.ɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κύ‐ρω‐τος
ομόηχο: ακήρωτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακύρωτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία