Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακετονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακετονικ
ός
η
ακετονικ
ή
το
ακετονικ
ό
γενική
του
ακετονικ
ού
της
ακετονικ
ής
του
ακετονικ
ού
αιτιατική
τον
ακετονικ
ό
την
ακετονικ
ή
το
ακετονικ
ό
κλητική
ακετονικ
έ
ακετονικ
ή
ακετονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακετονικ
οί
οι
ακετονικ
ές
τα
ακετονικ
ά
γενική
των
ακετονικ
ών
των
ακετονικ
ών
των
ακετονικ
ών
αιτιατική
τους
ακετονικ
ούς
τις
ακετονικ
ές
τα
ακετονικ
ά
κλητική
ακετονικ
οί
ακετονικ
ές
ακετονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακετονικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
acetonic
<
acetone
<
λατινική
acetum
<
aceo
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
h₂eḱ
- (
οξύς
)
Επίθετο
επεξεργασία
ακετονικός
(
χημεία
) που έχει
σχέση
με την
ακετόνη
, αναφέρεται σ’ αυτή ή την περιέχει
Συνώνυμα
επεξεργασία
οξονικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακετονικός
αγγλικά
:
acetonic
(en)
πολωνικά
:
acetonowy
(pl)