οξονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οξονικός | η | οξονική | το | οξονικό |
γενική | του | οξονικού | της | οξονικής | του | οξονικού |
αιτιατική | τον | οξονικό | την | οξονική | το | οξονικό |
κλητική | οξονικέ | οξονική | οξονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οξονικοί | οι | οξονικές | τα | οξονικά |
γενική | των | οξονικών | των | οξονικών | των | οξονικών |
αιτιατική | τους | οξονικούς | τις | οξονικές | τα | οξονικά |
κλητική | οξονικοί | οξονικές | οξονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοξονικός
- (χημεία) ο ακετονικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξονικός
|