ακανές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακανές | οι | ακανέδες |
γενική | του | ακανέ | των | ακανέδων |
αιτιατική | τον | ακανέ | τους | ακανέδες |
κλητική | ακανέ | ακανέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακανές αρσενικό
- (γλυκό) παραδοσιακό σερραϊκό γλύκισμα, που μοιάζει με λουκούμι, και φτιάχνεται με βούτυρο, νισεστέ, ζάχαρη, νερό και αμύγδαλα
- (αργκό) οπαδός του Πανσερραϊκού
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ακανές στη Βικιπαίδεια