αιμοβορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααιμοβορία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η κατανάλωση (από ανθρώπους ή ζώα) ωμού κρέατος ή αίματος
- (μεταφορικά) η ενστικτώδης, κτηνώδης και άγρια δράση ή αντίδραση
Συγγενικά
επεξεργασία- αιμοβόρικος
- αιμοβόρος
- → δείτε τις λέξεις αίμα και βορά