Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοβορία οι αιμοβορίες
      γενική της αιμοβορίας των αιμοβοριών
    αιτιατική την αιμοβορία τις αιμοβορίες
     κλητική αιμοβορία αιμοβορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμοβορία < αιμοβόρος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιμοβορία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η κατανάλωση (από ανθρώπους ή ζώα) ωμού κρέατος ή αίματος
  2. (μεταφορικά) η ενστικτώδης, κτηνώδης και άγρια δράση ή αντίδραση
     συνώνυμα: απανθρωπιά, θηριωδία, σκληρότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία