αδιάρρηκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιάρρηκτος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιάρρηκτος : ρηματικό επίθετο σε -τος από το ἀ- στερητικό + διαρρήγνυμι
Επίθετο
επεξεργασίααδιάρρηκτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον διαρρήξει
- που δεν μπορεί κανείς να τον διασπάσει
- αδιάρρηκτοι δεσμοί φιλίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιάρρηκτος