↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάρρηκτος η αδιάρρηκτη το αδιάρρηκτο
      γενική του αδιάρρηκτου της αδιάρρηκτης του αδιάρρηκτου
    αιτιατική τον αδιάρρηκτο την αδιάρρηκτη το αδιάρρηκτο
     κλητική αδιάρρηκτε αδιάρρηκτη αδιάρρηκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάρρηκτοι οι αδιάρρηκτες τα αδιάρρηκτα
      γενική των αδιάρρηκτων των αδιάρρηκτων των αδιάρρηκτων
    αιτιατική τους αδιάρρηκτους τις αδιάρρηκτες τα αδιάρρηκτα
     κλητική αδιάρρηκτοι αδιάρρηκτες αδιάρρηκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιάρρηκτος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιάρρηκτος : ρηματικό επίθετο σε -τος από το ἀ- στερητικό + διαρρήγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιάρρηκτος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί κανείς να τον διαρρήξει
  2. που δεν μπορεί κανείς να τον διασπάσει
    αδιάρρηκτοι δεσμοί φιλίας
     συνώνυμα: άρρηκτος, αδιάσπαστος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία