Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάρρηκτα < αδιάρρηκτος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδιάρρηκτα και αδιαρρήκτως

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία