↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκούλα οι αγκούλες
      γενική της αγκούλας
    αιτιατική την αγκούλα τις αγκούλες
     κλητική αγκούλα αγκούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκούλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκύλη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκούλα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) γκλίτσα
     συνώνυμα: αγκλίτσα, αγκούτσα, γιδαγκούλα, κατσούνα, κλίτσα, μαντούκα, στραβολέκα
  2. (ιδιωματικό) κυρτό ραβδί για τη συλλογή καρπών από δέντρα
     συνώνυμα: αγκουλιδέρα, αγκλιδέρα, αγκούτσα, κατσούνα
  3. (ιδιωματικό) μαγκούρα
     συνώνυμα: αγκυρίδα, μαγκούρα
  4. (ιδιωματικό, στην Κύπρο) στροφή δρόμου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία
  • αγκούλα -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
  • αγκούλαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • αγκούλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)