στραβολέκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στραβολέκα | οι | στραβολέκες |
γενική | της | στραβολέκας | — | |
αιτιατική | τη | στραβολέκα | τις | στραβολέκες |
κλητική | στραβολέκα | στραβολέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβολέκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστραβολέκα θηλυκό
- ραβδί ποιμένων, γκλίτσα
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΣΤ, (1903)
- Ἡ δυστυχὴς ἐξύπνησεν ἔντρομος, περιρρεομένη ἀπὸ ἅλμην καὶ ἱδρώτα. Ηὔχετο πλέον καὶ πάραυτα τὸ ἀπεφάσισε, νὰ μὴν κοιμηθῆ ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της, ἂν ἤτον διὰ νὰ βλέπη τέτοια ὄνειρα. Ὁ θάνατος θὰ εἶναι ὁ κάλλιστος τῶν ὕπνων - ἀρκεῖ νὰ μὴν ἔχει κακὰ ὄνειρα! Τὶς οἵδε! - Μόλις τὸ ἐσκέφθη, καὶ μετ' ὀλίγον ἀπεναρκώθη πάλιν. Τότε τῆς ἐφάνη ὅτι ἔβλεπεν ἐμπρὸς τῆς τὸν Καμπαναχμάκην, τὸν ἄγροικον ἐκεῖνον τοῦ βουνοῦ· ἵστατο ἐνώπιόν της μὲ τὴν στραβολέκαν του τὴν ποιμενικήν, μὲ τὸ σκαιὸν ἦθος του, μὲ τὴν ὄψιν του τὴν τραχείαν καὶ μὲ λαρυγγώδη φωνὴν τῆς ἔλεγε: «Στὸ Κακόρρεμα! Στὸ Μονοπάτι, στὴ Βρύση τοῦ Πουλιοῦ! Στοῦ Γέροντα τὸ Ἐρμητήριο!»
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στρίγλα μάννα, (1902)
- Σὰν εἶδεν ἡ Ζωγάρα, ὅτι ὁ υἱός της εἶχε κωφεύσει εἰς τὰς δύο προσκλήσεις της, ἐπῆρε μίαν μακρὰν στραβολέκαν ἢ μαγκούραν τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ στήριγμα εἰς τὰς ἐκδρομάς της ἀνὰ τοὺς ἀγρούς ―χρησιμεύουσαν προσέτι καὶ διὰ νὰ φθάνῃ τὰ σῦκα εἰς τὰ ξεκλώναρα τῶν δένδρων, τῶν ἰδικῶν της, καθὼς καὶ τῶν γειτονικῶν, ὅσα εὑρισκόμενα παρὰ τὸ σύνορον ἐσκίαζον τὸ ἀμπέλι τὸ ἰδικόν της― καὶ κατέβη εἰς τὸν δρόμον.
- ≈ συνώνυμα: αγκούλα, αγκούτσα, αγκλίτσα, γκλίτσα, μαγκούρα
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΣΤ, (1903)
Συγγενικά
επεξεργασία- στραβολέκατος (ιδιωματικό)[1][2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραβολέκα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- ↑ Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
Πηγές
επεξεργασία- στραβολέκα σελ.6715 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- στραβολέκα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)