αγκούτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκούτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκούτσα θηλυκό
- (ιδιωματικό) γκλίτσα
- (ιδιωματικό) κυρτό ραβδί για τη συλλογή καρπών από δέντρα
- (ιδιωματικό, μεταφορικά) ο γέρος άνθρωπος που έχει καμπουριάσει
Πηγές
επεξεργασία- αγκούτσα - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- αγκούτσα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- αγκούτσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)