κλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλίτσα | οι | κλίτσες |
γενική | της | κλίτσας | — | |
αιτιατική | την | κλίτσα | τις | κλίτσες |
κλητική | κλίτσα | κλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλίτσα < σλαβικής προέλευσης кључ / ključ[1] (kʎûːtʃ: κλειδί, γάντζος)[2] < πρωτοσλαβική *ključь < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλίτσα θηλυκό
- άλλη μορφή του γκλίτσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλίτσα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Χαράλαμπος Χαρίσης, Μία νέα ετυμολογία της (αγ)κλίτσας, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 2018, 37
- ↑ Υπάρχει και η άποψη < αγκλίτσα < *αγκυλίτσα < αρχαία ελληνική ἀγκύλος. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.