Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένστρωση οι ενστρώσεις
      γενική της ένστρωσης* των ενστρώσεων
    αιτιατική την ένστρωση τις ενστρώσεις
     κλητική ένστρωση ενστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένστρωση < εν- + στρώση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interbedding)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ένστρωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία