Δείτε επίσης: ἔγγειος, έγκυος, ἔγκυος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγγειος η έγγεια
έγγειος
το έγγειο
      γενική του έγγειου
εγγείου
της έγγειας
εγγείου
του έγγειου
εγγείου
    αιτιατική τον έγγειο την έγγεια
έγγειο
το έγγειο
     κλητική έγγειε έγγεια
έγγειε
έγγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγγειοι οι έγγειες
έγγειοι
τα έγγεια
      γενική των έγγειων
εγγείων
των έγγειων
εγγείων
των έγγειων
εγγείων
    αιτιατική τους έγγειους
εγγείους
τις έγγειες
εγγείους
τα έγγεια
     κλητική έγγειοι έγγειες
έγγειοι
έγγεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έγγειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγγειος ή ἔγγαιος (της γης, η κτηματική περιουσία) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική foncier[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɟi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγ‐γει‐ος
ομόηχο: έγκυος

  Επίθετο

επεξεργασία

έγγειος, -α,/-ος, -ο

  1. που αναφέρεται στη γη
  2. που αποτελεί ακίνητο περιουσιακό στοιχείο ή σχετίζεται με αυτό
    ⮡  έγγεια ιδιοκτησία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία