έγγειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγγειος | η | έγγεια & έγγειος |
το | έγγειο |
γενική | του | έγγειου & εγγείου |
της | έγγειας & εγγείου |
του | έγγειου & εγγείου |
αιτιατική | τον | έγγειο | την | έγγεια & έγγειο |
το | έγγειο |
κλητική | έγγειε | έγγεια & έγγειε |
έγγειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγγειοι | οι | έγγειες & έγγειοι |
τα | έγγεια |
γενική | των | έγγειων & εγγείων |
των | έγγειων & εγγείων |
των | έγγειων & εγγείων |
αιτιατική | τους | έγγειους & εγγείους |
τις | έγγειες & εγγείους |
τα | έγγεια |
κλητική | έγγειοι | έγγειες & έγγειοι |
έγγεια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγγειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγγειος ή ἔγγαιος (της γης, η κτηματική περιουσία) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική foncier[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɟi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐γει‐ος
- ομόηχο: έγκυος
Επίθετο
επεξεργασίαέγγειος, -α,/-ος, -ο
- που αναφέρεται στη γη
- που αποτελεί ακίνητο περιουσιακό στοιχείο ή σχετίζεται με αυτό
- ⮡ έγγεια ιδιοκτησία
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έγγειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας