εγγειοβελτιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγγειοβελτιωτικός < εν- + γη + βελτιωτικός
Επίθετο επεξεργασία
εγγειοβελτιωτικός, -ή, -ό
- που αποσκοπεί στη βελτίωση της αποδοτικότητας της αγροτικής γης
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγγειοβελτιωτικός
|