Δείτε επίσης: έγγειος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔγγειος τὸ ἔγγειον
      γενική τοῦ/τῆς ἐγγείου τοῦ ἐγγείου
      δοτική τῷ/τῇ ἐγγεί τῷ ἐγγεί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔγγειον τὸ ἔγγειον
     κλητική ! ἔγγειε ἔγγειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔγγειοι τὰ ἔγγει
      γενική τῶν ἐγγείων τῶν ἐγγείων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐγγείοις τοῖς ἐγγείοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐγγείους τὰ ἔγγει
     κλητική ! ἔγγειοι ἔγγει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐγγείω τὼ ἐγγείω
      γεν-δοτ τοῖν ἐγγείοιν τοῖν ἐγγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

ἔγγειος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία