ἔγγειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔγγειος | τὸ | ἔγγειον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐγγείου | τοῦ | ἐγγείου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐγγείῳ | τῷ | ἐγγείῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔγγειον | τὸ | ἔγγειον | ||
κλητική ὦ! | ἔγγειε | ἔγγειον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔγγειοι | τὰ | ἔγγειᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐγγείων | τῶν | ἐγγείων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐγγείοις | τοῖς | ἐγγείοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐγγείους | τὰ | ἔγγειᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔγγειοι | ἔγγειᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγγείω | τὼ | ἐγγείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐγγείοιν | τοῖν | ἐγγείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαἔγγειος, -ος, -ον
- άλλη μορφή του ἔγγαιος
Πηγές
επεξεργασία- ἔγγειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.