Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτοκος η άτοκη το άτοκο
      γενική του άτοκου της άτοκης του άτοκου
    αιτιατική τον άτοκο την άτοκη το άτοκο
     κλητική άτοκε άτοκη άτοκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτοκοι οι άτοκες τα άτοκα
      γενική των άτοκων των άτοκων των άτοκων
    αιτιατική τους άτοκους τις άτοκες τα άτοκα
     κλητική άτοκοι άτοκες άτοκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άτοκος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

άτοκος -η, -ο

  1. (οικονομία) που γίνεται χωρίς την επιβολή τόκων· που δεν πληρώνονται ή καταβάλλονται τόκοι για αυτόν
    άτοκος δανεισμός, άτοκος τραπεζικός λογαριασμός
  2. που δεν έχει τεκνοποιήσει
    → δείτε και τις λέξεις πολύτοκος και πρωτότοκος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία