άτοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άτοκος | η | άτοκη | το | άτοκο |
γενική | του | άτοκου | της | άτοκης | του | άτοκου |
αιτιατική | τον | άτοκο | την | άτοκη | το | άτοκο |
κλητική | άτοκε | άτοκη | άτοκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άτοκοι | οι | άτοκες | τα | άτοκα |
γενική | των | άτοκων | των | άτοκων | των | άτοκων |
αιτιατική | τους | άτοκους | τις | άτοκες | τα | άτοκα |
κλητική | άτοκοι | άτοκες | άτοκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άτοκος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάτοκος -η, -ο
- (οικονομία) που γίνεται χωρίς την επιβολή τόκων· που δεν πληρώνονται ή καταβάλλονται τόκοι για αυτόν
- άτοκος δανεισμός, άτοκος τραπεζικός λογαριασμός
- που δεν έχει τεκνοποιήσει
- → δείτε και τις λέξεις πολύτοκος και πρωτότοκος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Άτοκος (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- άτοκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άτοκος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας