interest-free
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
interest-free (en) (χωρίς παραθετικά)
- (οικονομία) άτοκος
- ⮡ an interest-free loan - άτοκο δάνειο
- ≠ αντώνυμα: interest-bearing