↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμορφος η άμορφη το άμορφο
      γενική του άμορφου της άμορφης του άμορφου
    αιτιατική τον άμορφο την άμορφη το άμορφο
     κλητική άμορφε άμορφη άμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμορφοι οι άμορφες τα άμορφα
      γενική των άμορφων των άμορφων των άμορφων
    αιτιατική τους άμορφους τις άμορφες τα άμορφα
     κλητική άμορφοι άμορφες άμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άμορφος < αρχαία ελληνική ἄμορφος

  Επίθετο

επεξεργασία

άμορφος, -η, -ο

  1. χωρίς μορφή, χωρίς σαφές σχήμα
    μετά το σεισμό το σπίτι είχε μεταβληθεί σε μια άμορφη μάζα από ερείπια

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία